- εὐάκεστος
- εὐ-άκεστος, u. εὐ-ακής, ές, leicht zu heilen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευάκεστος — εὐάκεστος, ον (Α) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν άκεστος] … Dictionary of Greek
εὐακεστότεραι — εὐάκεστος easy to remedy fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευακής — εὐακής, ές (Α) βλ. ευάκεστος. Eπίρρ. εὐακέως με εύκολη θεραπεία, ευκολοθεράπευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακής (< άκος), πρβλ. αν ακής, παν ακής] … Dictionary of Greek